Πεταλούδες

Bild von Dieter J Baumgart
Bibliothek

Η σημαντικότερη γλώσσα του κόσμου
είναι η γλώσσα του χαμόγελου

Τον καιρό που δημιουργήθηκαν οι πεταλούδες, συνέβη το εξής: Στο τέλος έμεινε μια, για τμν οποία δεν υπήρχε πια άλλο σώμα. Δεν υπήρχαν ούτε φτερά ούτε κεραίες, τίποτα απ’όλα αυτά που είχαν τα αδέρφια της, που φτερουγίζαν στον αέρα σαν πανέμορφα λουλούδια.

Έμεινε απλά αόρατη.

Στην αρχή δεν το ήξερε και άφηνε τον άνεμο να την παρασύρει, καθόταν, όπως και οι άλλες οτα λουλούδια, πιστεύοντας ότι θα τα κάνει πιο όμορφα με την παρουσία της.
Αλλά τελικά μια μέρα κατάλαβε πως κανένας δεν της έδινε σημασία και μερικές φορές τύχαινε να συγκρούεται με τις όμοιές της, παρόλο που πρόσεχε πολύ και καθότανε μόνο σε λουλούδια που ήτανε ακόμα ελεύθερα. Επειδή − και αυτό δεν μπορούσε να το ξέρει − οι άλλες πεταλούδες δεν την βλέπαν.

Και τότε αντιλήφθηκε ότι πιθανόν να είναι αόρατη. Κανονικά έπρεπε να το είχε καταλάβει πιο νωρίς, αλλά ούτε και αυτή η ίδια δεν έβλεπε τον εαυτό της, όμως αυτό δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ.
Σκέφτηκε: Αν για τους άλλους η ομορφιά μου είναι ορατή, είναι αρκετό, δεν χρειάζεται κι εγώ να την βλέπω.

Το γεγονός όμως πως δεν ήτανε για κανέναν ορατή, την στενοχωρούσε πολύ. Κι έτσι πεταξε κατευθείαν προς τον δημιουργό όλων των όντων και άρχισε να του παραπονιέται πικρά.

Εκείνσς κοίταξε την αόρατη πεταλούδα για πολύ και της είπε τελικά συλλογισμένα:
«Εγώ σε καταλαβαίνω, όμως η δουλειά έχει γίνει. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα, μα τίποτα πια που θα μπορούσα να σου δώσω. Και εκτός αυτού αν είχες ένα οώμα, φτερά και κεραίες και όλα τ’άλλα, θα έπρεπε και εσύ να πεθάνεις, όπως όλα τα άλλα έμψυχα όντα. Θα το ήθελες αυτό.»

«Ναι», απάντησε η αόρατη πεταλούδα. «Αν θα μπορούσα σ’όλη μου τη ζωή να δίνω χαρά σε άλλους, τότε θα ήθελα κι εγώ στο τέλος να πεθάνω.»

О δημιουργός τότε λυπήθηκε πολύ, επειδή κάτι τέτοιο το άκουγε για πρώτη φορά. Συλλογίστηκε πολύ, παρα πολύ και τελικά της είπε:
«Θέλω να εκπληρώσω την επιθυμία σου. Από δω και πέρα θα είσαι ορατή, αλλά δεν θα πεθάνεις, γιαυτό το λόγο δεν θα σου δώσω ένα δικό σου σώμα.
Πήγαινε στους ανθρώπους και γίνε το χαμόγελό τους.»

transl.: Panorea & Panagiotis Christogiannis, Griechenland