Εισαγωγή στην ΄Εκθεση ζωγραφικής του Παναγιώτη Χριστογιάννη
Ο Παναγιώτης Χριστογιάννης γεννήθηκε στο Κορφοβούνι της Άρτας στη βορειοδυτική Ελλάδα. Το χωριό του στην κορυφή του βουνού, όπως θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε το όνομα του, έχει περίπου δύο χιλιάδες κατοίκους, σκόρπια σπίτια σε ένα φανταστικό ορεινό τοπίο στα ριζά της οροσειράς της Πίνδου. Το σπίτι της οικογένειας Χριστογιάννη βρίσκεται στην πάνω άκρη του χωριού. Η θέα από τη ταράτσα του, την σκεπασμένη από μια κληματαριά, εκτείνεται πάνω από ολόκληρη την περιοχή. Και όταν βγαίνει ο ήλιος πάνω από τα απλωμένα νώτα του βουνού βυθίζοντας τις σιλουέτες των υψωμάτων και τις βαθιές κοιλάδες σ΄ ένα γκριζωπό χρυσό φως, όταν ακούγονται τα κουδουνίσματα απ’ τις κατσίκες, που φαντάζουν φίνο κέντημα πάνω στην πρωινή γαλήνη, τότε μπορεί να διαισθανθεί κανείς κάτι από αυτό που θέλησε ν’ απαθανατίσει ο ζωγράφος και συγγραφέας στο έργο του. Ο Πάνος σκιτσάρει και ζωγραφίζει έτσι από νεαρή ηλικία με ενθουσιασμό. Ούτε σχολικό βιβλίο ούτε άσπρο χαρτί παραμένει άθικτο στα χέρια του. Συνεχώς νιώθει την ανάγκη να κατακτήσει εντυπώσεις, ψυχικές διαθέσεις, να κάνει ορατές εικόνες της σκέψης του. Το 1967, δεκατριών χρονών, εγκαταλείπει το χωριό του. Τα επόμενα χρόνια τον φέρνουν να διατρέχει όλη την Ελλάδα, ψάχνοντας να βρει ένα επάγγελμα που να πλησιάζει τις επιθυμίες του. Δεν τον ικανοποιεί ωστόσο τίποτα, γιατί ο μόνος σκοπός της ζωής του είναι να ζωγραφίζει. Ύστερα από πολύχρονη αναζήτηση καταφέρνει επιτέλους να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Σε ένα ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα σπουδάζει σκίτσο και ζωγραφική. Η επιθυμία του να διαφυλάξει στους πίνακές του την πατρίδα του και η νοσταλγία του για τα βουνά της, τον οδηγεί και πάλι στον Βορρά, στα Γιάννενα, όπου σε ηλικία δεκαεννιά χρονών εκθέτει για πρώτη φορά τους πίνακες του. Τελικά γίνεται μέλος της Ακαδημίας για την προώθηση του πολιτισμού (Ηπειρωτική στέγη επιστήμης και τέχνης). Εδώ γνωρίζει και την Πανωραία που σπουδάζει στο πανεπιστήμιο Φιλολογία και που έγινε αργότερα γυναίκα του. Τα χρόνια της παραμονής του στα Γιάννενα σφράγισαν και την καλλιτεχνική αυτοσυνειδησία του Παναγιώτη Χριστογιάννη. Το σκληρό τοπίο της Ηπείρου, τα μικρά χωριά και τις πόλεις με τις χιλιετίες αρχαίας και γεμάτης εναλλαγές ιστορίας της, θέλησε να συντηρήσει με την τέχνη του. Εσωτερική μετανάστευση και Τουρισμός - άλλοι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, για να πλουτίσουν σε κάποια άλλα μέρη, άλλοι την πουλούν επί τόπου. Αυτό που μένει στα μετόπισθεν είναι ερειπωμένα χωριά ενώ στις παραλίες πνίγονται οι καλαίσθητες προσόψεις των σπιτιών από τις καρποστάλ, τα ενθύμια - για να θυμίζουν τελικά τι; - και τις πινακίδες με επιγραφές όπως: «Σνίτσελ πανέ - βαυαρέζικες σπεσιαλιτέ».
Πατρίδα για τον Χριστογιάννη είναι η σκάλα που οδηγεί στον δροσερό χώρο ενός παλιού σπιτιού, είναι οι αμφορείς στον τοίχο, οι πέτρες και οι θάμνοι στις άκρες του δρόμου που οδηγεί σε κάποιο χωριό. Οι πόρτες είναι κλειστές. Οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα στα σπίτια έχουν φύγει.
Και μία των ημερών έφυγε και ο Παναγιώτης Χριστογιάννης. Εγκατέλειψε κι αυτός την πατρίδα του; Ψάχνει στο αλλού τους κατοίκους του χωριού του; Ερωτήσεις τις οποίες ο ζωγράφος, που ζεί από το 1980 στο Ντούσμπουργκ, μόνο με δυσκολία μπορεί να απαντήσει. Γι’ αυτό περιγράφει το εσωτερικό του δίλημμα στο τετράστιχο του: «Η Πόρτα» ως εξής:
Μ’ άφησες ανοιχτή
σαν έφυγες
Ήσουν πολύ βιαστικός;
Ή πίστεψες πως θα ξανάρθεις;
Τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Παναγιώτη και την γυναίκα του Πανωραία στη Γερμανία; Το ενδιαφέρον τους για ένα ξένο πολιτισμό; Η επιθυμία να γνωρίσουν τη χώρα, της οποίας τη γλώσσα ήθελε να διδάξει η γυναίκα του; Αλλά η πραγματικότητα έχει άλλη όψη. Δύο ολόκληρα χρόνια δεν ζωγραφίζει ο Παναγιώτης ούτε έναν πίνακα. Η αγλωσσία τού περιβάλλοντός του βουβαίνει και τον ίδιο. Πολιτισμός λαβαίνει χώρα μόνο στα μουσεία με την ησυχία και τάξη που τα χαρακτηρίζει, πίσω από το τζάμι της βιτρίνας. Πολιτισμό με την πραγματική του σημασία - κι αυτό εξαρτάται και από την καλή γειτονία με τους άλλους - ψάχνει ματαίως. Η παροιμιώδης φιλοξενία των Ελλήνων, η εγκαρδιότητα των ανθρώπων στην καθημερινή ζωή δεν είναι επιθυμητή στην ανωνυμία της μεγαλούπολης. Και μόνον ο κοντινός βοτανικός κήπος ξυπνάει αναμνήσεις από την πατρίδα.
Όταν ο Παναγιώτης Χριστογιάννης ξαναρχίζει τελικά να ζωγραφίζει, εμφανίζεται μπροστά του και πάλι η αντιπαράθεση με αυτήν την πραγματικότητα, που δεν μπορεί να παραδεχτεί στο βάθος της ψυχής του, γιατί του φαίνεται εντελώς αφύσικη. Και γι’ αυτό απουσιάζει παντελώς ο ίδιος, αυτός ο μετανάστης, στους πίνακες που εικονίζουν τον τόπο του. Η θέση στην καρέκλα είναι αδειανή, η σκάλα δεν νιώθει πια το πάτημά του, στον δρόμο διαφαίνεται μόνο η σκιά της θύμησης. Αυτός ο εσωτερικός διχασμός του ζωγράφου, διακρίνεται καθαρά, όταν διάφορα περιεχόμενα της εικόνας αλληλοεπικαλύπτονται πάνω σε πολλαπλές συνειδησιακές επιφάνειες. Η μορφή της γιαγιάς δείχνει να μικραίνει και να χάνεται ανάμεσα στις καρέκλες, οι συνομιλητές μοιάζουν σαν ξεπατικωτούρα, μια ρεαλιστική παράσταση του ανύπαρκτου.
Αλλά νομίζω ότι για την κατανόηση της προσωπικότητας του ζωγράφου είναι σημαντική μια ακόμη παρατήρηση. Ο Παναγιώτης Χριστογιάννης ζωγραφίζει τώρα πια μόνο στη Γερμανία. Οι επισκέψεις στην πατρίδα είναι γι’ αυτόν απευθείας βίωμα που θέλει να το εξαντλήσει μέχρις εσχάτης ρανίδας. Μακρές συνομιλίες με συγγενείς και φίλους, συζητήσεις για διάφορα θέματα. Και ολοένα η ίδια παράκληση από την οπτική γωνία και την πείρα του μετανάστη:
«Κλείστε μέσα σας την πατρίδα, κάνοντάς την για τον ίδιο σας τον εαυτό ζωτικά απαραίτητη.»
Γιατί τελικά δεν επιστρέφει για πάντα στην πατρίδα του;
«Αργότερα», λέει. «Πρώτα θα χτίσω ένα σπίτι. Εδώ, σ’ αυτόν τον βράχο θα είναι η ταράτσα του.»
Η αδιάκοπη αντιπαράθεση με την απόφασή του να ζήσει στην ξενιτιά αποτελεί και την κινητήρια δύναμη της καλλιτεχνικής του δουλειάς. Οι πίνακες αυτοί είναι η δική του συμβολή για την κατανόηση της ελληνικής πατρίδας. Γιατί η γλώσσα των εικόνων, όπως κι αυτή της μουσικής, είναι διεθνής. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα ήθελα να σας διαφωτίσω ούτε με πληροφορίες για την τεχνοτροπία της ζωγραφικής του ούτε να σας ταλαιπωρήσω με υποθέσεις για το ποια καλλιτεχνική κατεύθυνση ακολουθεί και να ταξινομήσω τα ρεύματα ή την αγριάδα των εικόνων του. Το νόημα και ο σκοπός της εισαγωγής μου είναι να συμπράξω στην κατανόηση του ζωγράφου και των έργων του. Και είναι επιθυμία μου, αξιότιμοι επισκέπτες, να προχωρήσετε οι ίδιοι σε συνομιλία με τον άνθρωπο που θα ανακαλύψετε πίσω από τους πίνακες αυτούς, χωρίς το φορτίο δευτερευουσών πληροφοριών και προκαταλήψεων που θα απέρρεαν από αυτές. Σας εύχομαι να έχετε την ευκαιρία στα ταξίδια σας, ανεξάρτητα από τη χώρα που επισκέφτεστε, να συναντήσετε κάποιον άνθρωπο που θα σας φέρει κοντά στον τόπο του. Αυτόν ωστόσο δεν θα τον βρείτε στις αρένες των διεθνών τουριστικών κέντρων. Και θα πρέπει να μπορείτε να παραμένετε σιωπηλοί, αν θέλετε ν’ ακούσετε τι έχουν να σας διηγηθούν οι ξένοι δρόμοι και τα σκαλοπάτια, τα δένδρα και τα σπίτια. Κι αν οι πόρτες, που θα συναντάτε μπροστά σας, ανοίξουν σαν από μόνες τους κι ένα χαμόγελο σας προσκαλέσει να πλησιάσετε, τότε θα ξέρετε πως είστε στον σωστό δρόμο. Το χαμόγελο αυτό είναι το ωραιότερο ενθύμιο που θα φέρετε ποτέ μαζί σας από μια ξένη χώρα. Κι αυτό το χαμόγελο θα πρέπει στη συνέχεια να το χαρίσουμε κι εμείς στους ξένους της δικής μας χώρας.